ἐνστάσεις

ἐνστάσεις
ἔνστασις
origin
fem nom/voc pl (attic epic)
ἔνστασις
origin
fem nom/acc pl (attic)
ἐνστά̱σεις , ἐνίστημι
put
aor subj act 2nd sg (epic doric)
ἐνστά̱σεις , ἐνίστημι
put
fut ind act 2nd sg (doric)
ἐνστάζω
drop in
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐνστάζω
drop in
fut ind act 2nd sg
ἐνστάζω
drop in
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐνστάζω
drop in
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενστατικός — ή, ό (AM ἐνστατικός, ή, όν) [ενστάτης] 1. αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐνστατικοί οι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη γνησιότητα ομηρικών χωρίων αρχ. μσν. (για ζώα) άγριος, ατίθασος αρχ. 1. όποιος… …   Dictionary of Greek

  • Greek Ecologists — Έλληνες Οικολόγοι President Dimosthenis Vergis Website http://www.ecologists.gr/ …   Wikipedia

  • ανθυποφορά — Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι… …   Dictionary of Greek

  • διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… …   Dictionary of Greek

  • εκλογοδικείο — το ειδικό δικαστήριο όπου εκδικάζονται ενστάσεις κατά τού κύρους και τής νομιμότητας τών εκλογών …   Dictionary of Greek

  • εκχώρηση — Η μεταβίβαση, με σύμβαση από τον δανειστή (εκχωρητή), προς ένα τρίτο πρόσωπο (εκδοχέα) μιας απαίτησης, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με την ε. δεν καταργείται η παλαιά ενοχή για να συσταθεί νέα, αλλά απλώς μεταβιβάζεται εκείνη που ήδη υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • ενστάτης — ἐνστάτης, ο (Α) [ενίστημι] 1. αντίπαλος, εχθρός 2. (για αντίδικους) αυτός που υποβάλλει συνεχώς ενστάσεις …   Dictionary of Greek

  • ενστασιολογία — η 1. λόγος για ενστάσεις 2. υποβολή επανειλημμένων ενστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενστασιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ενστασιολογώ — έω κάνω κατάχρηση τού δικαιώματος να υποβάλλω ενστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενστασιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ενστασιολόγος — ο αυτός που υποβάλλει αλλεπάλληλες ενστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένστασις + λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”