ενστατικός — ή, ό (AM ἐνστατικός, ή, όν) [ενστάτης] 1. αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐνστατικοί οι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη γνησιότητα ομηρικών χωρίων αρχ. μσν. (για ζώα) άγριος, ατίθασος αρχ. 1. όποιος… … Dictionary of Greek
Greek Ecologists — Έλληνες Οικολόγοι President Dimosthenis Vergis Website http://www.ecologists.gr/ … Wikipedia
ανθυποφορά — Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι… … Dictionary of Greek
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek
εκλογοδικείο — το ειδικό δικαστήριο όπου εκδικάζονται ενστάσεις κατά τού κύρους και τής νομιμότητας τών εκλογών … Dictionary of Greek
εκχώρηση — Η μεταβίβαση, με σύμβαση από τον δανειστή (εκχωρητή), προς ένα τρίτο πρόσωπο (εκδοχέα) μιας απαίτησης, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με την ε. δεν καταργείται η παλαιά ενοχή για να συσταθεί νέα, αλλά απλώς μεταβιβάζεται εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
ενστάτης — ἐνστάτης, ο (Α) [ενίστημι] 1. αντίπαλος, εχθρός 2. (για αντίδικους) αυτός που υποβάλλει συνεχώς ενστάσεις … Dictionary of Greek
ενστασιολογία — η 1. λόγος για ενστάσεις 2. υποβολή επανειλημμένων ενστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενστασιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ενστασιολογώ — έω κάνω κατάχρηση τού δικαιώματος να υποβάλλω ενστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενστασιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ενστασιολόγος — ο αυτός που υποβάλλει αλλεπάλληλες ενστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένστασις + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek